επίκωπος

επίκωπος
ο (Α ἐπίκωπος, -ον) [κώπη]
ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη
αρχ.
1. κωπηλάτης
2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά
3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίκωπος
γρήγορο πλοίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκωπος — at the oar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίκωπος — ἐπίκωπος , ἐπίκωπος at the oar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκωπον — ἐπίκωπος at the oar masc/fem acc sg ἐπίκωπος at the oar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικώποις — ἐπίκωπος at the oar masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικώπου — ἐπίκωπος at the oar masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικώπους — ἐπίκωπος at the oar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικώπων — ἐπίκωπος at the oar masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκωπα — ἐπίκωπος at the oar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκωποι — ἐπίκωπος at the oar masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”